Λεπτοσπείρωση

Αρθρογράφος :

Ευγενία Πανταζή, Ειδικός Ιατρός Εργασίας

Η λεπτοσπείρωση είναι µία ζωονόσος που ονοµάζεται και νόσος της Στουτγάρδης, επειδή στον πόλη αυτή της Γερµανίας είχε ξεσπάσει µια µεγάλη επιδηµία στα µέσα του 19ουαιώνα. Είναι γνωστή ακόµα και σαν νόσος του Weil, προς τιµή του επιστήµονα, που πρώτοςτην µελέτησε συστηµατικά. Τέλος οι Αµερικάνοι χρησιµοποιούν και τον όρο λοιµώδης ίκτερος. Η λεπτοσπείρωση αποτελεί ένα οξύ νόσηµα που προκαλείται από στελέχη του γένους σπειροχαιτών. Ο Υπεύθυνος παθογόνος µικροοργανισµός είναι η leptospira interrogans.

Το κλινικό σύνδροµο µπορεί να εκδηλωθεί ως υποκλινική λοίµωξη, ως αυτοπεριοριζόµενη ανικτερική πυρετική συνδροµή µε ή χωρίς µηνιγγίτιδα ή ως σοβαρή και συχνά θανατηφόρος νόσος γνωστή σαν σύνδροµο του Weil, το οποίο εκδηλώνεται µια αιµορραγίες, ίκτερο και νεφρική ανεπάρκεια. Επικρατεί σε όλο τον κόσµο και είναι ένα επαγγελµατικό νόσηµα των ατόµων που χειρίζονταιζώα ή έρχονται σε επαφή µε νερό ή χώµα τα οποία έχουν µολυνθεί µε ούρα άρρωστων ζώων. Μέσα στο νερό, η λεπτόσπειρα µπορεί να επιβιώσει περισσότερο από ένα µήνα. Σε ξηρό όµως περιβάλλον πεθαίνει γρήγορα.
Τα µέλη του γένους λεπτόσπειρα είναι λεπτά σπειροειδή βακτήρια. Το γένος λεπτόσπειρα υποδιαιρείται σε δύο συµπλέγµατα, το σύµπλεγµα interrogans (η λεπτόσπειρα αυτού του συµπλέγµατος κατανέµεται σε όλο τον κόσµο και απαντάται περίπου σε 160 είδη θηλαστικών) και το σύµπλεγµα diflexa (η λεπτόσπειρα αυτή ανιχνεύεται στην επιφάνεια του γλυκού νερού, στο νερό της βρύσης ή στο αλµυρό νερό). Το σύµπλεγµα interrogans περιλαµβάνει τα παθογόνα στελέχη (περιλαµβάνει 170 οροτύπους που κατατάσσονται σε 18 οροοµάδες) ενώ το σύµπλεγµα diflexa περιλαµβάνει τα σαπροφυτικά στελέχη.

Επιδηµιολογία
Η λεπτοσπείρωση προσβάλλει πολλά θηλαστικά στον κόσµο. Εµφανίζεται πιο συχνά σε τροπικές περιοχές κατά τη διάρκεια όλου του έτους, καθώς επίσης και σε εύκρατες ζώνες κατά τη διάρκεια ζεστών και υγρών περιόδων. Μολυσµένα θηλαστικά απεκκρίνουν στα ούρα τους µικροοργανισµούς. Η λεπτόσπειρα εισέρχεται στον άνθρωπο – ξενιστή από λύση της συνεχείας του δέρµατος και των βλεννογόνων ή τους επιπεφυκότες, τη µύτη και το στόµα. Στις Η.Π.Α παρατηρούνται σποραδικά κρούσµατα λεπτοσπείρωσης. Ωστόσο έχουν αναφερθεί επιδηµίες µεταξύ ορισµένων επαγγελµατικών καθώς επίσης και µεταξύ ατόµων που ακολουθούν ορισµένες ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Στις Η.Π.Α δεν είναι γνωστή η πραγµατική επίπτωση της λεπτοσπείρωσης. Η υψηλότερη επίπτωση αναφέρεται στις χώρες του Νοτίου Ατλαντικού, στον Κόλπο και σε παραλίες του Ειρηνικού. Το 1993 οι 24 από τις 52  περιπτώσεις που αναφέρθηκαν, παρατηρήθηκαν στη Χαβάη

Επαγγελµατίες που διατρέχουν αυξηµένο κίνδυνο να εκτεθούν στη λεπτόσπειρα είναι
– γεωργοί
– κτηνοτρόφοι
– σφαγείς
– κυνηγοί
– κτηνίατροι
– ξυλοκόποι
– εργάτες ορυζώνων
– στρατιωτικό προσωπικό
και επίσης τα άτοµα που έρχονται σε επαφή µε ζώα ή µολυσµένο νερό

Τα θηλαστικά που ενέχονται για την εργασιακή µετάδοση της νόσου είναι βοοειδή και χοιρινά, τρωκτικά, κατοικίδια ζώα όπως και άγρια θηλαστικά Ψυχαγωγικές δραστηριότητες που σχετίζονται µε τη µετάδοση της νόσου είναι ηκολύµβηση, το κανό, το κυνήγι και η διέλευση µοτοσικλέτας από µολυσµένα νερά.  Μετάδοση στο σπίτι παρατηρείται µετά από έκθεση σε εκκρίµατα τρωκτικών, κατά τηνεξηµέρωση αγρίων ζώων και µε το χαΐδεµα το σκύλων.
Οι λεπτόσπειρες είναι µία µεγάλη και ενδιαφέρουσα οικογένεια µικροβίων.
Ο σκύλος προσβάλλεται από δύο (2) είδη λεπτοσπειρών. Το είδος Leptospira canicola προσβάλλει σχεδόν µόνο το σκύλο, ενώ το είδος Leptospira icterohaemorrhagiae έχει ευρύ φάσµα ξενιστών, δηλαδή εκτός από τον σκύλο προκαλεί νόσο και σε άλλα ζώα, µεταξύ των οποίων και ο άνθρωπος. Για αυτή την τελευταία λεπτόσπειρα, δεξαµενή θεωρείται ο αρουραίος.  Η Leptospira canicola εισέρχεται στο σώµα του σκύλου από τραύµατα του δέρµατος ή του στόµατος. Μετά από 4-7 ηµέρες εµφανίζεται πυρετός και στη συνέχεια προσβάλλονται οι νεφροί. Τότε βλέπουµε ανορεξία, κακή διάθεση, εµετούς, δίψα µέχρι που τελικά το ζώοπαθαίνει χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. Η µετάδοση µε τα ούρα των σκύλων που ασθενούν από σκύλο σε σκύλο. Αν η µόλυνση οφείλεται στην Leptospira icterohaemorrhagiae τότε η ασθένεια που προκαλείται είναι πολύ βαριά. Καταστρέφεται το συκώτι, προκαλείται ίκτερος και αιµορραγίες. Το ζώο κάνει αιµορραγικές διάρροιες και αιµορραγικούς εµετούς. Ο πυρετός είναι υψηλός. Ο σκύλος µολύνεται από τους αρουραίους.

Παθογένεια
Οι λεπτόσπειρες εισέρχονται γρήγορα στην κυκλοφορία του αίµατος αφού διεισδύσουν από το δέρµα ή τους βλεννογόνους. Οι µικροοργανισµοί εξαπλώνονται σε όλο τον οργανισµό συµπεριλαµβανοµένου του κεντρικού νευρικού συστήµατος (ΚΝΣ) και του υαλοειδούς σώµατος του οφθαλµού. Η κινητικότητά τους βοηθά στη γρήγορη διείσδυσή τους στους ιστούς. Τοξίνες και ένζυµα που παράγονται από τις λεπτόσπειρες θα µπορούσαν να συµβάλλουν στην παθογένεια της νόσου, αλλά τέτοιες ουσίες δεν έχουν αποµονωθεί. Ωστόσο, τα κλινικά χαρακτηριστικά της λοίµωξης υποδηλώνουν την παρουσία ενδοτοξίνης. Πρόσφατα, πολλά εργαστήρια έχουν αποµονώσει ουσία παρόµοια µε λιποπολυσακχαρίτη, η οποία όµως δεν έχει αποδειχθεί ότι συµµετέχει στην παθογένεια της νόσου.
Η αιµορραγική διάθεση η οποία παρατηρείται σε βαριές περιπτώσεις λεπτοσπείρωσης θεωρείται ότι δεν οφείλεται σε κατανάλωση προθροµβίνης ή σε θροµβοπενία. Τα αιµορραγικά φαινόµενα οφείλονται σε σοβαρή αγγειίτιδα µε βλάβη των ενδοθηλιακών κυττάρων, η οποία καταλήγει σε τραυµατισµό των τριχοειδών.  Ο ίκτερος οφείλεται σε ηπατική δυσλειτουργία, η οποία εργαστηριακά εκδηλώνεται επίσης µε µείωση των επιπέδων της αλβουµίνης, αύξηση των σφαιρινών και διαταραχή της παραγωγής των παραγόντων πήξης που εξαρτώνται από τη βιταµίνη Κ.  Παθολογοανατοµικές µελέτες του ήπατος έδειξαν µόνο ελαφρά ή εστιακή ηπατοκυτταρική νέκρωση. Τα αποτελέσµατα των ιστοχηµικών µελετών υποδηλώνουν ότι η βασική ηπατική βλάβη οφείλεται σε τοξική δράση σε ενζυµικά συστήµατα του ηπατοκυττάρου.  Η νεφρική ανεπάρκεια οφείλεται σε σωληναριακή βλάβη, συχνά χωρίς διάµεση φλεγµονή.  Τα παθολογοανατοµικά ευρήµατα από το νεφρό περιλαµβάνουν νέκρωση των επιθηλιακών κυττάρων των σωληναρίων (κυρίως των άπω εσπειραµένων και του ανιόντος σκέλους της αγκύλης του Henle), εστίες αγγειίτιδας και λεµφοκυτταρικά διηθήµατα. Υπάρχουν σηµαντικά στοιχεία που πιστοποιούν ότι η υποξία, η οποία οφείλεται στη νεφρική ισχαιµία, είναι ο βασικός µηχανισµός της νεφρικής προσβολής στη λεπτοσπείρωση. Σε βαριές περιπτώσεις µπορεί να παρατηρηθούν υποογκαιµία και υπόταση ως αποτέλεσµα αφυδάτωσης, µαζικής αιµορραγίας ή διαταραχής της διαπερατότητας των τριχοειδών εξαιτίας αγγειίτιδας. Η δυσλειτουργία του µυοκαρδίου µπορεί να οδηγήσει σε ελάττωση της καρδιακής παροχής και της περιφερικής αιµάτωσης. Μυοκαρδίτιδα, µυοπερικαρδίτιδα και καρδιακές αρρυθµίες αποτελούν επίσης συχνές εκδηλώσεις της λεπτοσπείρωσης. Οι πνευµονικές βλάβες είναι κυρίως αιµορραγικές και όχι φλεγµονώδεις. Οι φλεγµονώδεις αλλοιώσεις που παρατηρούνται στους πνεύµονες πιθανά οφείλονται σε δευτεροπαθή πυογόνο λοίµωξη. Τα συχνότερα παθολογοανατοµικά ευρήµατα από τους πνεύµονες είναι πετέχειες, αιµορραγίες και κατά τόπους αιµορραγική πνευµονίτιδα. Η προσβολή του ΚΝΣ είναι συχνή σε ασθενείς µε λεπτοσπείρωση, αν και η παθογένεια της φλεγµονής των µηνίγγων είναι άγνωστη. Οι λεπτόσπειρες εισέρχονται στο εγκεφαλονωτιαίουγρό (ΕΝΥ) στην πρώιµη σηψαιµική φάση της νόσου. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχείαφλεγµονώδους αντίδρασης στο ΕΝΥ. Τα σηµεία του µηνιγγισµού εµφανίζονται κατά τηδεύτερη εβδοµάδα της νόσου µετά την εκκαθάριση των λεπτόσπειρων από το ΕΝΥ. Ηµηνιγγική αντίδραση πιθανά οφείλεται σε κυκλοφορία ανοσοσυµπλεγµάτων. Οι λεπτόσπειρες εισέρχονται στο υαλοειδές σώµα του οφθαλµού κατά τη διάρκεια της σηψαιµικής φάσης και µπορεί να παραµείνουν εκεί για αρκετούς µήνες. Μπορεί να εµφανιστεί ραγοειδίτιδα κατά τη διάρκεια της δεύτερης εβδοµάδας της νόσου. Η παραµονή µικροβίων στο υαλοειδές υγρό µπορεί να προκαλέσει χρόνια λανθάνουσα υποτροπιάζουσα ραγοειδίτιδα. Οι µυαλγίες είναι συχνό εύρηµα στη λεπτοσπείρωση. Η βιοψία µυός αναδεικνύει κυτταροπλασµατικά κενοτόπια στα µυϊκά ινίδια παράλληλα µε πολυµορφοπυρηνική διήθηση. Τα ευρήµατα της βιοψίας µυός δεν είναι σταθερά, είναι µη ειδικά και δεν βοηθούν στη διάγνωση της λεπτοσπείρωσης.

Κλινική εικόνα
Η λεπτοσπείρωση εµφανίζεται ως δύο διακριτά κλινικά σύνδροµα, την ανικτερική και την ικτερική λεπτοσπείρωση. Το πιο συχνό σύνδροµο είναι η ανικτερική λεπτοσπείρωση, µία αυτοπεριοριζόµενη συστηµατική νόσος, η οποία παρατηρείται περίπου στο 85-90% των περιπτώσεων. Υπάρχουν δύο σαφώς καθοριζόµενα στάδια στην ανικτερική λεπτοσπείρωση: το στάδιο της σηψαιµίας ή λεπτοσπειραιµικό στάδιο και το άνοσο ή λεπτοσπειρουρικό στάδιο. Η ικτερική λεπτοσπείρωση ή σύνδροµο Weil είναι µία σοβαρή και δυνητικά θανατηφόρος νόσος, η οποία παρατηρείται στο 5-10% των περιπτώσεων. Ο καθορισµός ανάµεσα στο σηψαιµικό και το άνοσο στάδιο δεν είναι τόσο σαφής σε αυτό το σύνδροµο. Αν και η υποκλινική λοίµωξη είναι σπάνια, αποτελέσµατα ορολογικών εξετάσεων έδειξαν ότι επισυµβαίνει σε µερικούς εργάτες οι οποίοι είχαν εκτεθεί σε λεπτόσπειρες.

Ανικτερική λεπτοσπείρωση
Η περίοδος επώασης της λεπτοσπείρωσης είναι συνήθως 7-12 ηµέρες, αλλά µπορεί να κυµαίνεται από 2 έως 20 ηµέρες. Η έναρξη της α’ φάσης (σηψαιµικής) της ανικτερικής λεπτοσπείρωσης είναι αιφνίδια και χαρακτηρίζεται από πυρετό, κεφαλαλγία, έντονες µυαλγίες, φρίκια, ρίγος και µερικές φορές κυκλοφορική καταπληξία. Ο πυρετός είναι υψηλός (38,5-39°C) και υποτροπιάζει. Η κεφαλαλγία είναι έντονη, συνήθως µετωπιαία, µερικές φορές σφύζουσα και συνήθως δεν υποχωρεί µε παυσίπονα. Ανορεξία, ναυτία, έµετοι και κοιλιακός πόνος παρατηρούνται στους περισσότερους ασθενείς. Το πιο συχνό κλινικό εύρηµα είναι η ένεση των επιπεφυκότων. Άλλα σηµεία που µπορεί να εµφανισθούν είναι κηλιδοβλατιδώδες εξάνθηµα,  υπεραιµία του φάρυγγα, λεµφαδενοπάθεια, σπληνοµεγαλία, ηπατοµεγαλία, και µυϊκή ευαισθησία. Τα συµπτώµατα είναι έντονα για 4-7 ηµέρες κατά τη διάρκεια της σηψαιµικής φάσης στο τέλος της οποίας παρατηρείται απυρεξία εξαιτίας λύσης των µικροοργανισµών. Σε αυτή τη φάση οι λεπτόσπειρες µπορεί να αποµονωθούν από το αίµα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ΕΝΥ).
Πριν από την άνοση (ή δεύτερη) φάση της ανικτερικής λεπτοσπείρωσης, προηγείται µία ασυµπτωµατική περίοδος 1-3 ηµερών. Η έναρξη της άνοσης φάσης συµπίπτει µε την εµφάνιση IgM αντισωµάτων. Η συµπτωµατολογία σε αυτό το στάδιο ποικίλλει. Ο πυρετός, η κεφαλαλγία και οι έµετοι είναι µικρότερης έντασης στην άνοση φάση σε σύγκριση µε τη σηψαιµική φάση. Η διάρκεια αυτής της φάσης ποικίλλει από 4-30 ηµέρες, ενώ οι λεπτόσπειρες εξαφανίζονται από το αίµα και το ΕΝΥ µετά τις πρώτες 1-2 ηµέρες αυτής της φάσης. Παράλληλα εµφανίζεται λεπτοσπειρουρία που επιµένει για 1-3 εβδοµάδες (σπάνια µέχρι 3 µήνες). Η άσηπτη µηνιγγίτιδα είναι η κύρια εκδήλωση της νόσου στο άνοσο στάδιο. Υπάρχει µέτρια πλειοκυττάρωση µε ή χωρίς µηνιγγικά σηµεία και συµπτώµατα. Τα κύτταρα στο ΕΝΥ είναι < 500/mm3. Αρχικά κυριαρχούν τα πολυµορφοπύρηνα, ενώ αργότερα αυξάνονται τα µονοπύρηνα. Η πρωτεΐνη του ΕΝΥ κυµαίνεται από < 40 mg/dl (φυσιολογική) έως 300 mg/dl,  ενώ η γλυκόζη του ΕΝΥ είναι συνήθως φυσιολογική. Κατά τη διάρκεια της άνοσης φάσης µπορεί να εµφανιστούν ραγοειδίτιδα, ιρίτιδα, ιριδοκυκλίτιδα και χοριοαµφιβληστροειδίτιδα.

Ικτερική λεπτοσπείρωση
Η ικτερική λεπτοσπείρωση ή σύνδροµο Weil είναι µία µορφή της νόσου που χαρακτηρίζεται από ηπατική, νεφρική και αγγειακή δυσλειτουργία. Τα κλινικά ευρήµατα ποικίλλουν σεβαρύτητα. Σε µερικούς ασθενείς µε ίκτερο µπορεί να µην εµφανισθεί νεφρική προσβολή. Η υποστηρικτική θεραπεία έχει ελαττώσει τη θνητότητα στο 5-10%. Όλοι οι ορότυποι της leptospira interrogans µπορεί να προκαλέσουν ικτερική λεπτοσπείρωση. Κατά τη διάρκεια της λεπτοσπειραιµικής φάσης της ικτερικής λεπτοσπείρωσης τα συµπτώµατα συνήθως δεν υποδηλώνουν λεπτοσπείρωση µέχρι την τρίτη µε τέταρτη ηµέρα της νόσου, οπότε και εµφανίζεται ο ίκτερος και η αζωθαιµία. Τα επίπεδα της χολερυθρίνης είναι συνήθως < 20 mg/dl αλλά µπορεί να φτάσουν και σε πολύ υψηλότερα επίπεδα (60-80 mg/dl). Σε λίγους ασθενείς παρατηρείται υποπροθροµβιναιµία που απαντά στη χορήγηση βιταµίνης Κ. Οι τρανσαµινάσες είναι µέτρια αυξηµένες (συνήθως 100-200 U/L). Η τιµή της χολερυθρίνης κορυφώνεται µέσα σε 7 ηµέρες και τα υψηλά επίπεδα της χολερυθρίνης µπορεί να επιµένουν από λίγες ηµέρες µέχρι αρκετές βδοµάδες.

Η νεφρική προσβολή είναι συχνή τόσο στην ικτερική όσο και στην ανικτερική λεπτοσπείρωση.  Ωστόσο, συµπτώµατα που συσχετίζονται µε τη νεφρική προσβολή εµφανίζονται µόνο στην ικτερική µορφή της νόσου. Αζωθαιµία, ολιγουρία και ανουρία παρατηρούνται συχνά κατά τη διάρκεια της δεύτερης εβδοµάδας της νόσου αλλά µπορεί να εµφανισθούν και νωρίτερα, 3-4 ηµέρες από την έναρξη της νόσου. Η ουρία κυµαίνεται συνήθως σε επίπεδα < 100 mg/dl, µπορεί όµως να υπερβεί και τα 300 mg/dl. Τα επίπεδα της κρεατινίνης είναι µεταξύ 2-8 mg/dl, αν και έχουν περιγραφεί και τιµές > 18 mg/dl. Η µικροσκοπική εξέταση των ούρων στο 70-80% των περιπτώσεων αναδεικνύει πρωτεϊνουρία, κυλίνδρους υαλώδεις ή κοκκώδεις,  αιµατουρία και πυουρία. Η εµφάνιση ανουρίας είναι κακό προγνωστικό σηµείο, ενώ η επανεµφάνιση της διούρησης υποδηλώνει ύφεση της νόσου. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της νεφρικής προσβολής στη λεπτοσπείρωση είναι η αυξηµένη κλασµατική απέκκριση του καλίου που εργαστηριακά εκφράζεται ως υποκαλιαιµία. Η βλάβη πιθανολογείται ότι εντοπίζεται είτε στο εγγύς εσπειραµένο σωληνάριο ή στο παχύ ανιόν σκέλος της αγκύλης του Henle. Η παρουσία υποκαλιαιµίας σε ασθενείς µε οξεία εµπύρετη συνδροµή και στοιχεία νεφρικής προσβολής απαιτεί τον αποκλεισµό της λεπτοσπείρωσης από το διαφοροδιαγνωστικό πλαίσιο.  Υπόταση που οφείλεται σε κυκλοφορική καταπληξία παρατηρείται µόνο σε ασθενείς µε ικτερική λεπτοσπείρωση. Σε βαριές περιπτώσεις εµφανίζεται αιµορραγική διάθεση που µπορεί να εκδηλωθεί µε επίσταξη, αιµόπτυση, αιµορραγία πεπτικού, αιµορραγία στα επινεφρίδια, υπαραχνοειδή αιµορραγία και αιµορραγική πνευµονίτιδα. Σπάνια παρατηρείται συµφορητική καρδιακή ανεπάρκεια. Ωστόσο, στους περισσότερους ασθενείς παρατηρούνται µη ειδικές ηλεκτροκαρδιογραφικές διαταραχές. Πρέπει να αναφερθεί ότι συχνά διαπιστώνονται διαταραχές του επιπέδου συνείδησης.

Από τα εργαστηριακά ευρήµατα σηµειώνεται η αναιµία, η θροµβοπενία και τα αυξηµένα επίπεδα της κρεατοφωσφοκινάσης (CPK, κλάσµα ΜΜ). Ο αριθµός των λευκών αιµοσφαιρινών κυµαίνεται και µπορεί να υπάρχει λευκοπενία ή µέτρια λευκοκυττάρωση στους ανικτερικούς ασθενείς. Στους ικτερικούς ασθενείς τα λευκά αιµοσφαίρια µπορεί να ξεπεράσουν τις 60.000/mm3. Ανεξάρτητα από τον ολικό αριθµό των λευκών αιµοσφαιρίων, πολύ συχνά παρατηρείται πολυµορφοπυρήνωση (> 70%). Στην ακτινογραφία θώρακα παρατηρούνται τρεις τύποι βλαβών: (α) οζώδεις σκιάσεις, (β) συρρέουσες ατελεκτασίες και (γ) διάχυτες ασαφείς σκιάσεις “δίκην υάλου”. Οι βλάβες αυτές είναι αµφοτερόπλευρες, χωρίς λοβιακή κατανοµή και κυρίως περιφερειακές. Η πλειοψηφία των ακτινογραφιών στα αρχικά στάδια φέρει οζώδεις σκιάσεις, ενώ συρρέουσες ατελεκτασίες ή σκιάσεις “δίκην υάλου” εµφανίζονται σε µεταγενέστερες ακτινογραφίες.

∆ιάγνωση
Η οριστική διάγνωση της λεπτοσπείρωσης τίθεται µε την αποµόνωση του µικροοργανισµού από οποιοδήποτε δείγµα.
Αίµα και ΕΝΥ πρέπει να λαµβάνονται για καλλιέργεια µέσα στις πρώτες 10 ηµέρες της νόσου.  ∆είγµατα ούρων πρέπει επίσης να λαµβάνονται για καλλιέργεια από τη δεύτερη εβδοµάδα της νόσου και για 30 ηµέρες µετά την έναρξή της.  Οι λεπτόσπειρες µπορεί επίσης να αποµονωθούν και σε βιοψία ιστών. Η πιο συχνή µέθοδος διάγνωσης είναι η καταγραφή τετραπλάσιου ή µεγαλύτερου τίτλου αντισωµάτων στην οξεία φάση ή στη φάση ανάρρωσης από ασθενή ο οποίος παρουσίαζε κλινική εικόνα συµβατή µε λεπτοσπείρωση.  Η ανίχνευση των αντισωµάτων έναντι της λεπτόσπειρας γίνεται συνήθως µε ανοσοενζυµική µέθοδο (ELISA). Ορισµένα εργαστήρια έχουν αναπτύξει µεθόδους αλυσιδωτής αντίδρασης πολυµεράσης (PCR) για την ανίχνευση του DNA της λεπτόσπειρας στο αίµα, στον ορό, στο ΕΝΥ και στα ούρα.  Η διάγνωση της λεπτοσπείρωσης συχνά διαλάθει της προσοχής του κλινικού γιατρού. Η νόσος πρέπει να τίθεται στη διαφορική διάγνωση ασθενών µε έντονη κεφαλαλγία, µυαλγίες και πυρετό, οι οποίοι είτε λόγω επαγγέλµατος είτε λόγω ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων είτε λόγω οικιακών ενασχολήσεων εκτίθεται σε κίνδυνο για λοίµωξη από τη λεπτόσπειρα. Αζωθαιµία, υποκαλιαιµία σε ασθενή µε Οξεία Νεφρική Ανεπάρκεια, ίκτερος χωρίς ηπατοκυτταρική βλάβη, υπόταση, αιµορραγίες και αµφοτερόπλευρες µη λοβώδεις πνευµονικές διηθήσεις είναι µερικά άλλα ευρήµατα τα οποία υποδηλώνουν λεπτοσπείρωση. Η νόσος επίσης πρέπει να συµπεριλαµβάνεται στη διαφορική διάγνωση της άσηπτης µηνιγγίτιδας. Οι συνηθέστερες αρχικές διαγνωστικές εντυπώσεις στους ασθενείς που πάσχουν απόλεπτοσπείρωση είναι: µηνιγγίτιδα, νεφρίτιδα, ηπατίτιδα, γρίπη, σύνδροµο Kawasaki, σύνδροµο τοξικής καταπληξίας, νόσος των λεγεωνάριων ή πυρετός αγνώστου αιτιολογίας.

Θεραπεία
Η υποστηρικτική θεραπεία και η στενή παρακολούθηση των πασχόντων είναι ουσιαστικής σηµασίας για την ανίχνευση και την αντιµετώπιση της αφυδάτωσης, της υπότασης, της αιµορραγίας και της νεφρικής ανεπάρκειας. Αν και οι διαταραχές της νεφρικής λειτουργίας διορθώνονται αυτόµατα στις περισσότερες περιπτώσεις, ορισµένοι ασθενείς χρειάζονται εξωνεφρική κάθαρση. Η χορήγηση βιταµίνης Κ διορθώνει την υποπροθροµβιναιµία.

Τα αντιβιοτικά που χορηγούνται σε ασθενείς µε επιβεβαιωµένη ή ύποπτη λεπτοσπείρωση είναι η πενικιλίνη, η αµοξυκιλλίνη, η αµπικιλλίνη, η δοξυκυκλίνη και η τετρακυκλίνη. Έχειδιατυπωθεί η άποψη ότι η ενδοφλέβια χορήγηση πενικιλίνης ή η χορήγηση δοξυκυκλίνης πρέπει να αρχίσει µέσα στις πρώτες 4 ηµέρες από την έναρξη της νόσου για να είναι αποτελεσµατική στην πρόληψη των νεφρικών, ηπατικών και των άλλων επιπλοκών της νόσου.  Πράγµατι, η χορήγηση ενδοφλέβια 6 εκατοµµυρίων µονάδων κρυσταλλικής πενικιλίνης την ηµέρα (1,5 εκατοµµύριο ανά 6ωρο) ελάττωσε τη διάρκεια του πυρετού, τα επίπεδα της κρεατινίνης και την παραµονή στο νοσοκοµείο. Η θεραπεία µε δοξυκυκλίνη από το στόµα (100 mg δύο φορές ηµερησίως), η οποία ξεκίνησε µέσα στις πρώτες 3 ηµέρες της νόσου ελάττωσε τη σοβαρότητα και τη διάρκεια των συµπτωµάτων και µείωσε τη συχνότητα της λεπτοσπειρουρίας. Πρέπει να αναφερθεί ότι µέσα σε 4-6 ώρες από την έναρξη αγωγής µε πενικιλίνη µπορεί να εµφανιστεί µία αντίδραση τύπου Jarisch – Herzheimer που υποδηλώνει έντονη δραστηριότητα έναντι των µικροοργανισµών. Η διάρκεια θεραπείας τόσο µε την πενικιλλίνη όσο και µε δοξυκυκλίνη πρέπει να είναι τουλάχιστον 7 ηµέρες.

Πρόγνωση – Πρόληψη
Η πρόγνωση εξαρτάται από τη λοιµογόνο δύναµη του οργανισµού και τη γενική κατάσταση του ασθενή. Η ηλικία είναι ο σηµαντικότερος παράγοντας του ξενιστή που συσχετίζεται µε αυξηµένη θνησιµότητα. Η λοιµογόνος δύναµη της λεπτόσπειρας συσχετίζεται καλύτερα µε την εµφάνιση ή όχι ικτέρου. Έτσι, σε ανικτερικούς ασθενείς οι θάνατοι είναι εξαιρετικά σπάνιοι, ενώ µε την εµφάνιση του ικτέρου η θνησιµότητα σε διάφορες σειρές κυµάνθηκε από 15-48%.  Η πρόγνωση της οξείας νεφρικής βλάβης είναι καλή, αφού ο ρυθµός σπειραµατικής διήθησης επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα συνήθως µέσα σε 2 µήνες. Ωστόσο, µερικοί ασθενείς εµφανίζουν υπολειµµατική σωληναριακή δυσλειτουργία και κυρίως ελαττωµατική ικανότητασυµπύκνωσης των ούρων.  Η δοξυκυκλίνη σε δόση 200 mg µία φορά την εβδοµάδα είναι αποτελεσµατική ως χηµειοπροφύλαξη σε άτοµα που έχουν εκτεθεί σε περιβάλλον µε υψηλό κίνδυνο µετάδοσης της λεπτόσπειρας.  Ως γενικό προφυλακτικό µέτρο θεωρείται ο εµβολιασµός των ζώων που οδηγούνται για εξηµέρωση καθώς επίσης και των κατοικίδιων ζώων. Ωστόσο µερικά από τα ήδη ανοσοποιηµένα µε εµβόλια ζώα συνεχίζουν να απεκκρίνουν λεπτόσπειρες στα ούρα τους µε αποτέλεσµα τη µετάδοση των µικροβίων στον άνθρωπο.  Στις επαγγελµατικά εκτεθειµένες οµάδες συνιστάται η λήψη ειδικών µέτρων προστασίας, όπως η χρησιµοποίηση γαντιών και η χρήση προστατευτικών γυαλιών στους οφθαλµούς. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι σε κάθε περιοχή στην οποία παρουσιάζονται κρούσµατα λεπτοσπείρωσης πρέπει να γίνεται επιδηµιολογική µελέτη, ώστε να είναι δυνατή η λήψη προληπτικών µέτρων.